17.6.11

Ιούνιος 2011

Υποδεχτήκαμε τότες καιρούς όπου οι μέρες είχαν γίνει σκληρότερες απ’ τις νύχτες

Καθώς τις έλουζε ένα αδυσώπητο φως αποκάλυψης και ορίων.

Οι δρόμοι έσφυζαν από αυτονόητο

Την ώρα που κάποιος Ιησούς μ’ ένα ταμπούρλο

Χάιδευε μια φέτα πορτοκάλι κι ύστερα μύριζε ευφραινόμενος

Τα δάχτυλά του.

Καλοκαίρι. Έβλεπες σάρκες να πάλλονται.

Κόσμος πήγαινε, κόσμος ερχόταν

Κι οι πλέον μουδιασμένες ώρες της Ιστορίας του παρόντος,

Ήταν αυτές

Οι οποίες διέθεταν ιστορικό προηγούμενο˙

Κι όπως τα δέντρα είχαν καλύψει τα φύλλα με κουκούλα

Λιθοβολώντας τα πιο υψηλά κλαδιά τους,

Εσκίρτησε μέσα μου μια αίσθηση ομορφιάς που υπερέβαινε πραγματικότητα.

Όμως οι καιροί ταραγμένοι.

Με πλησίασε ο πρώτος αστυνομικός: «Πώς λέγεστε;»

-«Ασουρμανιπάλ των φτωχών», του λέω.

Ύστερα ο δέυτερος, πιο αγενής: «Τι δουλειά κάνεις;»

-«Ψάχνω ψύλλους στα άχυρα.»

Μ’ άφησαν τελικά να φύγω μα δεν έφυγα. Έμεινα εκεί.

Ταραγμένοι καιροί κι ήθελα κι εγώ να προσθέσω το λιθαράκι μου, που λένε.

Ζυμώσεις, διαμάχες, κουβέντες.

Ένας έλεγε τούτο, άλλος εκείνο, άλλος το άλλο

Κι έλεγα κι εγώ τα δικά μου.

Αρθρογράφοι και στηλίτες έριχναν λόγια και αριθμούς στη μάχη της γνώμης

Ώσπου ερχόταν κάπου κάπου η ποίηση να με λυτρώσει απ’ τις απόψεις...

ΟΙ ΑΝΑΓΝΏΣΤΕΣ ΜΑΣ ΠΕΘΑΊΝΟΥΝ ΠΡΌΩΡΑ.
(Σε αυτό οφείλονται και τα μηδενικά στα σχόλια)