23.12.09

Ο ποιητής Κρόνος

Όσο μεγαλώνω φοβάμαι πως τίποτα, τελικά, δεν θα γράψω.
Όσο μεγαλώνω νιώθω περισσότερο ποιητής.
Τίποτα τελικά δεν θα γράψω.
Όσο μεγαλώνω μικραίνω.
Κι όσο περισσότερο νιώθω ποιητής
Τόσο ανακαλύπτω την ευδαιμονία της ματαιότητας
Και λέω – μάλλον τίποτα δεν θα γράψω.

Τότε ανάβω τσιγάρο, το κρεμάω στα χείλη και αρχίζω να σκαρφαλώνω προς τον ουρανό. Κρατιέμαι απ’ τα μαλλιά κάποιου Θεού και ανεβαίνω. Μυρίζουν υπέροχα. Γκόμενα θα ‘ναι ο Θεός, θυμηθείτε το. Ανεβαίνω. Προσπερνάω τον ουρανό και πάω γι’ άλλα. Διασχίζω σκαρφαλώνοντας Σύμπαντα και Διαστήματα– χαιρετίζομαι με αστερισμούς, πλανήτες, γαλαξίες. Τέλος, κατακτώ κάποιον δικό μου πλανήτη. Καρφώνω στο έδαφός του τη σημαία μου. Ανάβω το ίδιο πάλι τσιγάρο. Περπατάω λίγα βήματα ως τον πλησιέστερο χαογκρεμό του κι όπως τον βγάζω για να κατουρήσω, τα τσίσα μου διασχίζουν, πέφτοντας, Σύμπαντα. και Διαστήματα – χαιρετίζονται με αστερισμούς πλανήτες, γαλαξίες…
Και χύνονται στην κούπα του αυριανού καφέ μου.

1 σχόλιο:

Χ2 είπε...

Ακόμη ένα φινάλε: Ο Βέγγος κατουράει στα Τουρκοβούνια, όλη η Αθήνα πιάτο, φωνάζοντας με απόλαυση: "τον κόσμο όλο!" Έτσι μένει άθικτος ο αυριανός καφές. Τουλάχιστον ο δικός μας...

ΟΙ ΑΝΑΓΝΏΣΤΕΣ ΜΑΣ ΠΕΘΑΊΝΟΥΝ ΠΡΌΩΡΑ.
(Σε αυτό οφείλονται και τα μηδενικά στα σχόλια)