7.6.08

Νύχτα θά ‘ναι∙ και σαν τις κουρασμένες πωλήτριες των εμπορικών καταστημάτων, θα χαμηλώσουμε τα φώτα∙ και θα χτυπήσουμε, κλείνοντας, Ζ στην ταμιακή της ύπαρξης μας. -Και το χαρτάκι ανάμεσα στα δόντια, σαν ταυτότητα νεκρού στρατιώτη, για να το βρει αύριο ο κριτής.
Νύχτα θά ‘ναι∙ κι όπως τις λαμπερές πωλήτριες στο κλείσιμο των εμπορικών καταστημάτων, θα μας περιμένει απ’ έξω
–μπριγιαντισμένος γκόμενος- με αναμένα τα alarm, ο θάνατος.


…Που από παιδάκι ακόμα καβαλούσες το ποδήλατο και τραβιόσουν για να παίξεις σ’ άλλη γειτονιά, μόνο και μόνο για να νιώθεις πως σπας κάποια όρια, μόνο και μόνο για να ξέρεις πως είσαι έξω απ’ τη διάμετρο της φωνής της μαμάς απ’ το παράθυρο. Για λίγη άγραφη «παρανομία.» Τσιγγανάκι του Κουστουρίτσα σ’ έχω ξαναπεί – μια φέτα ψωμί με ζάχαρη στο χέρι και στους δρόμους. Μαυρισμένα άκρα, ξεραμένες πληγές και πίσω, σπίτι, ξύλο.
…Που συζητούσαμε, χρόνια μετά, μέσα στα μπαρ τον έρωτα∙ πως κάθε λεπτό απουσίας και μια γενοκτονία χαράς∙ για κείνα τα ανώφελα πατήματα επάνω στα νησιά∙ - ξέρεις: «όταν σκληραίνουν οι νύχτες…» Αποφάσεις και ξόρκια που ξέραμε πως δεν θα κρατήσουμε – έτσι, για να απαλύνει ο πόνος της βραδιάς. Γιατί έχει και το παραμύθιασμα την καλή του πλευρά. Μια τυπική κουβέντα στα χείλη ενός φίλου που ξέρει και ξέρεις πως δεν μπορεί να βοηθήσει παραπάνω∙ και αποσύρεται για λίγο διακριτικά. Γιατί έχουν κι η σιωπή κι η απομόνωση τη συντροφικότητά τους.
…Που σκηνοθετούσες θανάτους κι έπλεκες τη ζωή σου στα χνάρια των κινηματογραφικών σου ηρώων. Κι όταν σ’ «έτρωγα» πετούσες την ατάκα του Ρίτσου: «…Γιατί πιότερο απ’ όλους, οι ήρωες φοβούνται και μιμούνται.»

Νύχτα θά ‘ναι

ΟΙ ΑΝΑΓΝΏΣΤΕΣ ΜΑΣ ΠΕΘΑΊΝΟΥΝ ΠΡΌΩΡΑ.
(Σε αυτό οφείλονται και τα μηδενικά στα σχόλια)