31.5.10

Αποσπάσματα αποσπασματικών σημειώσεων

i

Κενός θαυμάτων και φορώντας παιδικό παντελονάκι, καταπίνω ήλιο –δίχως πάγο- σε πλαστικό ποτηράκι.

Είμαι ο άνθρωπος που κρύβει μέσα του ο δαίμονας που είμαι.

Είμαι ο άνθρωπος που κρύβει μέσα του ο θεός που είμαι.


(Σκόρπιοι διάλογοι)

Σκίζω τα σωθικά μου και τα πετάω όπως όπως σε βιβλία∙

Φρονώ πως το χιούμορ νοστιμίζει κατά τόπους την πουτάνα Ιστορία.

«Γελάτε κύριε; Υπάρχει κρίση!»

Της προσδίδει καμπύλες και στρόγγυλους κώλους

«Προφανώς, άν γελάτε, έχετ’ εύρει τη λύση!»

Τη μετατρέπει σε παρθένα έν καύλα σε εκκλησιαστικούς περιβόλους...

«Εδώ ο κόσμος χάνεται κι εσείς το γαμήσι!»


ΘΕΟΣ: Απεταξάμην της λύπης;

ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Αποταξάμενος.

ΔΑΙΜΟΝΑΣ: Απεταξάμην αυτής τύποις;

ΑΝΘΡΩΠΟΣ: ..........................

ΘΕΟΣ: Απεταξάμην της λύπης;

ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Αποταξάμενος.

ΔΑΙΜΟΝΑΣ: Απεταξάμην αυτής τύποις;

ΑΝΘΡΩΠΟΣ: ...Επί συναισθημάτων εμπορευάμενος.


ΧΡΟΝΙΚΟ

Και ήτανε Μάιος κατά το όνειρο εκείνο∙ όπου οι άνθρωποι είχανε κάνει λευκή σημαία το πανί από τις άδειες τους μέσα τσέπες∙ και όπου όλα τα ρήματα είχαν αντικατασταθεί από το ρήμα έχω∙ και όλα τα μόρια (ανδρικά και μή) από το αρνητικό δεν∙ και όπου η κοινωνικότητα είχε μεταφερθεί πίσω από οθόνες καθ’ ότι το εμπόριο αναλάμβανε, ώς είθισται, να ράψει την εξέλιξη στα μέτρα της ανοησίας του πλήθους. Όμως του ήρωα εκείνου τού ’χε λείψει κάποιο «εμείς» απ’ τα τραγούδια, τού ’χε λείψει κάποιο «εμείς» απ’ τα ποιήματα κι ακόμα ακόμα απ’ τον έρωτα. Ο 21ος αιών εις το τσιγγέλιν της ατομικότητος∙ κι ενώ η θάλασσα πιτσιλούσε ευφορία κι ο ουρανός απέπνεε διάρκεια αιώνων, εκείνος

ii

Κενός θαυμάτων και φορώντας παιδικό παντελονάκι, καταπίνω ήλιο –δίχως πάγο- σε πλαστικό ποτηράκι.

Είμαι ένα μάτι που γυρίζει στην πόλη...


{...}το αγγελάκι των παιδικών μου χρόνων έβγαλε γένια. Ωιμέ!

Είμαι ένα μάτι που γυρίζει στην πόλη.


(Σκόρπιοι διάλογοι)

«Τί επαγγέλεσθε κύριε;»

Ψάχνω σημεία που πονάνε.

«Και τί σας αποφέρει αυτό;»

Το μεσημέρι φασόλια και τις νύχτες έν’ αυγό!


«Σοβαρευτείτε επιτέλους! Κοιτάξτε τριγύρω!

Πέφτουν τίτλοι του τέλους σ’ όποιον κόσμο κι άν γείρω!»


Τα σκουπίδια κύριε κάνουν χρήσιμο τον κάδο.

«Τί εννοείτε; Κάντε το λιανά να καταλάβω!»

{...}

iii

Κενός θαυμάτων και φορώντας παιδικό παντελονάκι, καταπίνω ήλιο –δίχως πάγο- σε πλαστικό ποτηράκι.

Είμαι ο κατ’ εικόνα και ο καθ’ ομοίωσιν. Αυτοπροσώπως.

(Τόσο μυστήριο τρένο νά ’σαι Θεέ μου;)

{...}


(Σκόρπιοι διάλογοι)

«Είναι αλήθεια πως πλέουμε προς την Άβυσσο!»

Πιό αλήθεια πως ζούσαμε σε δανεικό Παράδεισο

Χαιδεύοντας αφράτα στήθια κάτω απ’ της Ελένης τ’ αδειανό πουκάμισο∙

λέγοντες εις εις τον έτερο: δε φοράει σουτιέν η καργιόλα

μπάτε ωρ’ Έλληνες, χουφτώστε ήγγικεν τεμόν η ώρα!


Και ήταν ώρα ανασύνταξης για τη ρωμέικη κοινωνία.

Και στη ροή του αίματος, εδόθη στο λαό η ηγεσία.

Άν τους ρωτήσεις, «κανείς μας δεν τους ψήφισε» λέγουν στα καφενεία.

Στης εξουσίας το μαγαζί δεν κάναν Πελατεία.
{...}

iv

Κενός θαυμάτων και φορώντας παιδικό παντελονάκι, καταπίνω ήλιο –δίχως πάγο- σε πλαστικό ποτηράκι.

Είμαι ο σάρκα εκ της σαρκός σας

Ο αίμα απ’ το αίμα σας.


Κι είδα πολλές φορές αυτή την πόλη να καίγεται. Σ’ έναν ύπνο δίχως όνειρα, σε μια μοναξιά δίχως ποίηση. Είχα, μόλις, μάθει πως οι μεγάλες ελπίδες δεν είναι θέμα κούφιου συναισθηματισμού – και γιατί άραγε όλοι οι άνθρωποι νομίζουμε πως κάποιος μας χρωστάει; Η Μοίρα, η Τύχη, ο Θεός…Το τεφτέρι μας γεμάτο αόριστα «έχω να παίρνω…» Από ποιόν; Κανείς δεν ξέρει∙ και κάπου εκεί χάνεται το παιχνίδι. Κι αν όλα αρχίζουν μόλις εννοήσεις, τότε λυπάμαι που το λέω φίλοι μου μα αυτή η ζωή δεν φτάνει.

Τούτες τις ανεπάρκειες αρπάζω και τις χώνω όπως όπως στα βιβλία.


Είμαι ο σάρκα εκ της σαρκός σας

Ο αίμα εκ του αίματός σας.


(Σκόρπιοι διάλογοι)

«Είστε οι δεν ξέρω πού παν’ τα τέσσερα, η νέα πλανημένη γενιά!»

Είμαστε αυτοί που κολυμπούνε στα δικά σας σκατά.

«Ω, θυμηθείτε τα σύγχρονα της Ιστορίας μας κλέη!»

(Και τότε πετάχτηκαν τσούρμο από πίσω οι νέοι


εκείνοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες):

ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΖΕΙ! ΦΟΡΕΣΕ ΓΡΑΒΑΤΑ ΚΑΙ ΜΠΗΚΕ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ!

ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΖΕΙ! ΦΟΡΕΣΕ ΤΑΓΙΕΡ ΚΑΙ ΑΣΟΡΤΙ ΣΙΩΠΗ!

(Και πίσω απ’ τα μεγάλα πλακάτ εφάνη εκείνο το παιδί που σκάρωνε ευχές πετώντας κέρματα μες στη λεκάνη της τουαλέτας

δίνοντάς μας την πρώτη


Μαρτυρία: Δεν θυμάμαι τίποτα από εκείνη τη νύχτα. Μόνο τις σειρήνες να ουρλιάζουν διαφημίσεις πολυεθνικών. Την ώρα που μπήκε το τανκ της διεθνούς χρηματαποστολής στο Καλλιτεχνείο, εγώ ήμουν στην αίθουσα των εικαστικών με την Ελλάδα και ερωτευόμασταν πάνω από κάτι πίνακές της, που δεν τους είχε ακόμη ξεκινήσει. Αύτο το κορίτσι η Ελλάδα, ανέκαθεν καύλωνε με την ιδέα και παρασυρόταν απ’ τις ορμές της και ξεκαύλωνε πριν ξεκινήσει το Έργο.)

ΧΡΟΝΙΚΟ

Και ήτανε Μάιος κατά το όνειρο εκείνο∙ οπού η λέξη φωτιά εμούδιαζε τα πρόσωπα κάτω απ’ τις κουκούλες∙ κα ι οπού το ροζ γοβάκι των εργαζομένων είχε ολοκληρώσει τα βήματά του, τα βήματά μας προς το Μέλλον. Με πινακίδα GR, ένα φορτηγό διεθνών επαιτειών ετριγύριζε τας Ευρώπας τείνοντας την ανοιχτή παλάμη. Στο κοντέινερ που έσερνε πίσω του, κρύβονταν διπλοσκεπασμένες από νομοσχέδια οι ατιμώρητες αμαρτίες χρόνων. Κάθε που έπιανε σύνορα έκανε η μία στην άλλη: Σσσσς! Και φταρνίζονταν εγγαστρίμυθα, σχεδόν σιωπηλά η μία στο μούτρο της άλλης γεμίζοντας τον τόπο μικρόβια∙ κάθιστώντας τον αταξίδευτο εώς τε και ακατοίκητο. Ο ήρωάς μας κατά την εποχή εκείνη ανανέωνε σε ισόβια βάση το Δελτίο Ανεργίας του. Τον είδα σα σε φωτογραφία, στο μπαλκόνι του επερχόμενου θέρους


ΑΣΤΡΑΠΗ αρ.1

Ίτε παίδες Κρετίνων.

Στο τέλος τα ίδια τα όνειρά μας θα μας σώσουν.*

Ελαφρά βοή αγγέλων επικαλύπτει βήματα μετατρέποντας την εκάστην έλευσιν εις Μέγαν Μυστήριον. «Ερωτευτείτε άφοβα (υπό)λογιστάκοι των αισθημάτων! Εκταμιεύστε! Χάστε!» εμούγκρισαν οι ποιητές με τη βραχνή από τα άφιλτρα ξοδέματα, φωνή∙ με τα ανήλικα μάτια, τις τρύπες στα χέρια, στα πόδια, στα πλευρά... Την ωχρά γραμμή στα χείλη. Ειναι ρωγμή στο στήθος η αγάπη.* Κάθε λεπτό απουσίας και μια γενοκτονία χαράς. Στη μέλλουσα ζωή μου σταλάζει δροσιά η αρχαία εκείνη θύμηση όμως πιά, μου είναι απαγορεπτέο να πεθάνω παρ’ ότι ένας αντίλαλος σιωπής δεν αφήνει τις νύχτες ένα πνιγηρό μέσα μου συναίσθημα να κοιμηθεί. Κι εσύ ακούγεσαι. Σ' ακούω με όσφρηση καθώς έχω συντάξει τ' οσμολόγιο του κόσμου με κάτι απ' το λαιμό κι ανάμεσα στα πόδια σου. Φοράς άσπρο φόρεμα, προπορεύεται μελωδία αυλικών τ’ ουρανού∙ ξάφνου στρίβει προς άλλη ζωή όμως εσύ επανέρχεσαι συνεχίζοντας το τραγούδι, καταρρίπτοντας καθημερινότητα. Είναι τότε που σκαρφαλωμένος στους λυτούς αστραγάλους σου επωάζω καρπούς εφηβικών σωμάτων. Είναι τότε που χαράζω με μικρό σουγιαδάκι τη φλούδα του κορμιού σου κι αποκαλύπτονται παρελθόντα χάδια, αγγίγματα, φιλιά. Και στάζει ρετσίνι το σπέρμα ως το βάθος του αφαλού σου κι αναγεννάται ένας κόσμος πηγαίος με τοκετούς από ρίγη και υγρές εκστάσεις ενώ το, μόλις, χαμόγελό σου εκτείνεται ως τα πέρατα της θέλησής μου.
Εκταμιεύστε!

Στο τέλος τα ίδια τα όνειρά μας θα μας σώσουν.


*Καρούζος

4 σχόλια:

Χ2 είπε...

Μου φαίνεται ότι κι εδώ μη κατεχόμενο έδαφος είναι. Η μόνη ελεύθερη πατρίδα που γνώρισα ήταν οι λέξεις και οι εικόνες, μακριά απ' την πατρίδα. Έμενα κάποτε σ' ενα προάστιο στο Παρίσι, στο Μπουά Κολόμπ, το "άσπρο περιστέρι". Περιοχή γεμάτη Άραβες. Εκεί διάβασα για πρώτη φορά το Άξιον Εστί, βλέποντας μια βελανιδιά απ'το παράθυρο και υπό τον ήχο του τρένου που πέρναγε κάθε τόσο.

Χ2 είπε...

Βλέπεις τον εαυτό σου ένα βράδυ, στο βλέμμα εκείνου που σε απειλεί με τον σουγιά, ζητώντας χρήματα. Κι όσοι σκότωσανε, λέει μια γυναίκα, νιώθουνε από τότε ηρεμία, λες κι έφτασαν στο όριο των μυστικών του βίου τους και άλλο πια δεν ψάχνουν.Δεν έχω τεχνικές για μοναξιάρες γκόμενες, και το παιχνίδι της υποτιμησης το ξέρω. Καμιά φορά το μόνο που θα θελα να πω είναι "Πηγαίνετε πιο πέρα. Μη μου πληγώνετε το βλέμμα περισσότερο".

Χ2 είπε...

κι εδώ είναι το λάθος .Γιατί ο κόσμος είναι αμετακίνητος στην αθλιότητά του. Η μόνη λύση είναι να πάμε εμείς πιο πέρα.

ΔemΩΝ είπε...

Πολύ τα γουστάρω αυτά τα αποσπάσματα!

ΟΙ ΑΝΑΓΝΏΣΤΕΣ ΜΑΣ ΠΕΘΑΊΝΟΥΝ ΠΡΌΩΡΑ.
(Σε αυτό οφείλονται και τα μηδενικά στα σχόλια)