14.5.10

Τέρμα. Μη. Όχι. Φτάνει. Όχι άλλη οικονομία. Δεν την αντέχει η οικονομία της υπομονής μου. Μή σου λέω. Ξέρω, φταίω κι εγώ. Όμως όχι άλλο τώρα. Σήκω και δώσε μου κρασί. Μισό λεπτό. Φέρε κι εκείνο το μαχαίρι. Θα το βρείς πίσω. Όχι στο πορτ-μπαγκάζ. Πίσω, πιό πίσω. Κάπου στα 10-12 χρόνια μου. Ναι, εκεί. Φέρ’ το! Κοίτα, σκίζω το στήθος μου. Ξαπολιούνται άνεμοι. Τα λόγια είναι χαμένα. Κοίτα, κι άλλοι άνεμοι. Αναποδογυρίζουν πολυκατοικίες, μουγκρίζουν θεμέλια. Γριές τσεμπεροφόρες σταυροκοπιούνται δοξάζοντας τη Δευτέρα Παρουσία αλλά είναι σήμερα απλά Δευτέρα. Χωρίς Παρουσία. Και τί να την κάνει την Παρουσία ένας χαμένος σαν και του λόγου μου; Του αρκεί η δικιά του απουσία.

Τέρμα. Μή. Όχι. Φτάνει. Όχι άλλη οικονομία. Δες! Μόνο άλλοι άνεμοι. Ανοίγουν αλλιώς τον ουρανό. Ξεσκεπάζουν ένα θεό που γελάει. Του χιμάν τα πουλιά, δεν τον βρίσκουν, ραμφίζουν το άπειρο κενό. Ω, πόσο είναι όλα θέμα σάρκας. Απόψε το χειλάκι σου είναι το παν για μένα.



Φτάνει σου λέω. Όχι. Ανοίγω με μαχαίρι το φερμουάρ του στήθους μου. Θα πρέπει νά ‘μαι σ’ ένα άλλο επίπεδο, απόγονος Αιόλου. Κοίτα! Νέοι άνεμοι. Ωραίοι. Γαλάζιοι και κίτρινοι. Ο Λωλός κι ο Ερωςφόρος! Περνάν μέσα από τα πλήκτρα του κόσμου κι αποχαυνωτικές οθόνες, παρασέρνουν χαμόγελα, τα περιφέρουν ως σκόνη κι ως γύρη Άνοιξης παντού στην ατμόσφαιρα. Τώρα λέω θα φανούν οι αλεργικοί της χαράς. Για κείνα πού δεν έκανα και πού χω΄κάμωμένα, άν έχω τη ζωή σωστά είτε στραβά παρμένα... Κι ανοίγω, όλο ανοίγω και το στήθος δεν τελειώνει. Τελειώνω άνεμο και τελειώνω ατέλειωτα. Τα δέντρα έχουν σαλπάρει απ’ τα φύλλα. Η αποξένωση κρέμεται απ’ τη γραβάτα της. Απ' τη γραβάτα του πολιτισμού τους. Η γλώσσα της βγαλμένη δεξιά είτε αριστερά, το ίδιο μου κάνει. Η Ιστορία τό ‘πε, όχι εγώ! ...Αυτό θα 'ν' το μαράζι μου κρασί λοιπόν, ποιος ξέρει...

Μή. Όχι άλλο μωρό μου. Κράτα μόνο μαζί μου το μαχαίρι. Πιό δυνατά. Βγαίνουν μεδούλινοι άνεμοι. Φτάνουμε στην κοιλιά. Ναί, γουργουρητό του έρωτα. Είμαι – κάθομαι στην άκρη της τετράχορδης νύχτας. Τα μάτια ενός κοριτσιού με αρπίζουν! ...Κι όταν θελήσει η μοίρα μου τον κόσμο αυτό ν’ αφήσω και κάθ’ ελπίδα για ζωή απ’ την καρδιά μου σβήσω... Έλα σου πω. Στ’ αυτί, μή σε ξυπνήσω. Είναι φορές, που λες, που η ζωή μας παρουσιάστηκε πιό όμορφη ακόμη απ’ τα όνειρα. Αλήθεια λέω. Αλλιώς που θα πατούσαμε για να φτιάξουμε περαιτέρω ανεκπλήρωτο; Σσσσς, μην τους το πεις ...μια κούπα από τη στάχτη μου να φτιάξετε συντρόφοι σαν θα γεμίζει με κρασί μπορεί να ξαναζήσω!




φωτο: κολάζ του Ελύτη
τραγούδι: Τρία ρουμπαγιάτ, σε ποίηση Ομάρ Καγιάμ

2 σχόλια:

Ένας εκ των Δυο! είπε...

καλε τι λεει,
ποιος Ομάρ?
Που είναι η Σίρλεϊ?

ΔemΩΝ είπε...

"Απόψε το χειλάκι σου είναι το παν για μένα."

αυτός ο Μάιος δεν διαφέρει από τους άλλους - μην ακούς μαλακίες, κρίση ξεκρίση τα χειλάκια είναι υγρά κι ανυπόμονα...

ΟΙ ΑΝΑΓΝΏΣΤΕΣ ΜΑΣ ΠΕΘΑΊΝΟΥΝ ΠΡΌΩΡΑ.
(Σε αυτό οφείλονται και τα μηδενικά στα σχόλια)