
Πάνω στη λιθόστρωτη γέφυρα της Πράγας, άπλωσε την παλάμη του στη γριά τσιγγάνα. Εκείνη κοίταξε, ξανακοίταξε, την έφερνε πιο κοντά, πιο μακριά στα μάτια της… λες κι έπασχε από μυωπία, πρεσβυωπία ή κάτι τέτοιο∙ έπειτα έβαλε επάνω της τον δείκτη του χεριού της και ακολουθούσε με αργές κινήσεις τις γραμμές. Κάποια στιγμή… «Πείνασα, αργούμε πολύ;» της λέει αστειευόμενος. Κι εκείνη με βλέμμα έκπληκτο: «Αδύνατον! Δεν βλέπω. Δεν μπορώ να προβλέψω τίποτα.»
Ήταν η πρώτη που εισχωρούσε τόσο βαθιά στην ποίησή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου