19.8.09

Του χτυπούσαν επί τρεις ημέρες την πόρτα. Εκείνος, από μέσα, ταίριαζε τα πράγματά του σε βαλίτσες. Την τρίτη ημέρα σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα. Αντίκρισε ένα παράταιρο πλήθος. Γραβατωμένοι κύριοι και ταγιεράτες καλοστεκούμενες κυρίες. Ρακένδυτοι ζητιάνοι και γκόμενες-φρικιά. Υπουργοί και αντιεξουσιαστές, ποιητές και βολεμένοι. Το κορίτσι με το άσπρο φόρεμα, ο Ζητάς με την μαύρη στολή. Χίλια δέντρα – πάνω τους κουνούσαν τις ουρές δυο σκύλοι. Κάτι σκισμένα χαρτάκια από ερωτικά γράμματα, ένα πουλί. Ο πρωταγωνιστής μιας ταινίας που του άρεσε, η μελωδία από το «ένας τρόπος να πεις αντίο». Φαντάσματα των νεκρών του, οπτασίες των απωλειών του…
Δε μίλησε. Τους κοίταξε όλους για λίγο κι ανοίγοντας ως το τέρμα τη μισάνοιχτη πόρτα, βγήκε από το σπίτι του προς το χιονισμένο τοπίο ενώ οι άλλοι προχωρούσαν προς τα μέσα. «Τις βαλίτσες σου» του φώναξε ένα δέντρο. Δε γύρισε.

Μου το ‘λεγε: «Τόσο μόνος καμιά φορά, που οι πάντες έχουν δικαίωμα στη ζωή μου.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΟΙ ΑΝΑΓΝΏΣΤΕΣ ΜΑΣ ΠΕΘΑΊΝΟΥΝ ΠΡΌΩΡΑ.
(Σε αυτό οφείλονται και τα μηδενικά στα σχόλια)