…και το σκοτάδι γιατί έρχεται καθώς νυχτώνει αν όχι για να κρύψει κάποιο μεγάλο μυστικό*
Είδα πολλές φορές αυτή την πόλη να καίγεται. Σ’ ένα ύπνο δίχως όνειρα, σε μια μοναξιά δίχως ποίηση. Μονίμως άκουγα ένα ρολόι να μετράει δευτερόλεπτα: Τακ (παύση) Τακ (παύση) Τακ (παύση). Κι έρχομαι τώρα να αναρωτηθώ για τον χρόνο που μεσολαβεί από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο. Αν η ζωή ήταν μουσική θα αξιοποιούσαμε κάθε διάστημα, όμως είμαστε άτυχοι. Κι όπως μού ‘λεγες κι εσύ χθες προχθές –ή μάλλον δε μου το πες, μα άσε με να βάλω λίγα λόγια στα λευκά από θάνατο χείλη σου-: «…Οι άνθρωποι κρίνονται απ’ αυτό που τους στιγματίζει. Και το καλό που κάνεις δεν είναι στίγμα.» Α, είμαστε καταδικασμένοι να καταδικαστούμε.
Είδα πολλές φορές αυτή την πόλη να καίγεται. Σ’ ένα ύπνο δίχως όνειρα, σε μια μοναξιά δίχως ποίηση. Μέτρησα άπειρες φορές θύματα εντός μου και πάντα τά ‘βγαζα λάθος: Τόσοι μείον εμένα. Τόσοι μείον εμένα. Τόσοι μείον εμένα. Άνθρωποι που έφευγαν σιωπηλά κι έπρεπε να φωνάξω για ν’ ακούσω ο ίδιος, να καταλάβω πως κάτι γίνεται. Κατάλαβα. Αρχίζω να καταλαβαίνω. Καί; Πού είναι ο κόσμος; Ξέρεις, τα πουλιά αποφεύγουν τα γυμνά δέντρα γιατί γίνονται εύκολος στόχος. Αναζητούν τη ζεστασιά, την κρυψώνα των φυλλωμάτων. «Εγώ γυμνός ξεκίνησα, εγώ πηγαίνω μόνος.» Είμαι το δέντρο και το πουλί. Αυτοπροσώπως. Κι ο κυνηγός ενίοτε.
Είδα πολλές φορές αυτή την πόλη να καίγεται. Σ’ ένα ύπνο δίχως όνειρα, σε μια μοναξιά δίχως ποίηση. Άναψα τσιγάρο απ’ τα χαλάσματα. Βούρκωσα. Το στήθος μου πρησμένο από πρόσκαιρη απελπισία. Κάποιος με πλησίασε, «Μόνο τα παιδιά γνωρίζουν το μυστικό να κλαίνε με το τίποτα, έτσι έχουν πάντα έτοιμο ένα καλύτερο τέλος»** μου είπε. Και πράγματι, όλα αυτά τα λόγια είναι ένα κλάμα στο οποίο δεν ξέσπασα πριν λίγο μέσα στην απομόνωση της τουαλέτας.
Είδα πολλές φορές αυτή την πόλη να καίγεται. Σ’ ένα ύπνο δίχως όνειρα, σε μια μοναξιά δίχως ποίηση. Είχα, μόλις, μάθει πως τα μεγάλα όνειρα δεν είναι θέμα συναισθηματισμού –και γιατί άραγε όλοι οι άνθρωποι νομίζουμε πως κάποιος μας χρωστάει; Η μοίρα, το πεπρωμένο, ο Θεός…Το τεφτέρι μας γεμάτο αόριστα «έχω να παίρνω…» Από ποιόν; Κανείς δεν ξέρει∙ και κάπου εκεί χάνεται το παιχνίδι. Κι αν όλα αρχίζουν μόλις εννοήσεις, τότε λυπάμαι που το λέω φίλοι μου, μα αυτή η ζωή δεν φτάνει. Ένα πουλί διασχίζει το βλέμμα μου και κάθεται πάνω στο πιάτο της NOVA. Η πόρνη από την απέναντι πολυκατοικία έχει απλώσει με μανταλάκια στο σχοινί την καστανή, μακρυμαλλούσα περούκα της. Ξεφτισμένες ζωές κι εγώ καίω με αναπτήρα τις κλωστές που πετάνε. «Σπίτι μου είναι ο δρόμος και τραγούδι μου…» Ώρα 16:01 του Γενάρη. Δεν είναι τίποτα. Μια πρόσκαιρη απελπισία. Είδα πολλές φορές αυτή την πόλη να καίγεται…
*-** T. Leivaditis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου