
Αμέριμνος, μ’ εκείνη την ωραία, βαθύτατη αμεριμνησία του
σώματος
(ίσως απόληξη πανάρχαιου πανικού), με γυμνά πόδια,
σα γανωτζής ατσίγγανος, μονάχος, άπατρις, γανώνει
με πρώτη του ύλη το κάτουρο, στις αυλές απ’ έξω,
παλιά σαρκώματα – μουνιά, ψωλιά, κωλομέρια. Κι ύστερα,
ξαναμμένος, γυμνόστηθος, πανέμορφος, κρατώντας ανάστροφα
ένα μεγάλο, καλογυαλισμένο πουλί στα δυο του χέρια
μας ρίχνει τις ανταύγειες του ήλιου στα μάτια. Πριν προφτάσουμε
να βάλουμε τα γέλια, μας παγώνει, πρώτο, το δικό του γέλιο,
καθώς, λάμποντας όλος απ’ το φέγγος των δοντιών και των
μυώνων του
ρίχνεται στο χορό, χτυπώντας το πουλί του σα ντέφι πάνω
απ’ το κεφάλι κολαρισμένων πουσταράδων
και φοιτητάκων του κώλου, που με όψη ποιητή
αντικαθιστούν, χρόνια τώρα, την ποίηση με την διαφήμιση
αγγίζοντας τις ευαίσθητες χορδές της ανασφάλειας μας,
της καθημερινής ανταγωνιστικότητας των night club.
Παραλλαγή πάνω στο ποίημα «ΚΛΑΓΓΗ» του Ρίτσου.
2 σχόλια:
...και εδώ κολλάει... το:
Just Do Me....
... μαλάκα ξέρ΄ς σαν τι είσαι;
σαααν τουκιθεμπλόμ ...
Είπε ο εκ δεξιών στον εξ αριστερών.
Δημοσίευση σχολίου