Μ.ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γλυκά σερνόταν η αχνή μουσική χθες βράδυ. Στο πάτωμα, πάνω στα τραπέζια, στα ποτήρια, στα σώματα των ανθρώπων που γέμιζαν το μπαρ. Μα εγώ κοιτούσα όλη νύχτα το μαυροφορεμένο παιδί. Αμίλητο, σοβαρό. Το πρόσωπό του καθαρό, ακάλυπτο, τέλεια εκτεθειμένο. Κι όμως το βλέμμα του… το βλέμμα του τον έστρεφε ολοένα και περισσότερο μέσα του, τον βύθιζε στα σπλάχνα του. Έλαμπαν τα τεράστια μάτια του, υποδηλώνοντας την απουσία του.
Ήπια δύο ου'ί'σκι, τον χαιρέτισα και έφυγα πριν από κείνον απ' το μπαρ. -Πήγαινα να τον συναντήσω. Έξω είχε, μόλις, ξεμυτίσει φεγγάρι, κόσμος ανέβαινε από το νεκροταφείο κι ο αέρας έδινε ένα βήμα στα φύλλα της λεύκας για να σιγοτραγουδήσουν: ω, γλυκύ μου έαρ.
Ήξερα πού θα τον συναντήσω.
Μ.ΠΑΡΑΣΚΕΥΗβ’
Ακούω όλη μέρα τον ήχο της καμπάνας. Πάω να χαιρετίσω.
Σκύβοντας πάνω απ' τον Επιτάφιο, μού 'ρχεται ξαφνικά στα χείλη εκείνη η αρχαία, γνώριμη παγωμάρα από τα κρύα μέτωπα των δικών μου
κατά τα παλαιά μου: ''δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν''. Με παίρνει μια στιγμή ο θάνατος στον χορό του. Χαμηλώνει τα φώτα, ανάβει κεριά και βάζει μουσική.
''Μπορείς αν θες -του λέω- να μου κλείσεις το στόμα. Έτσι κι αλλιώς, χρόνια τώρα, με φωνή δανεική μιλάω. Όμως, ξέρω, δεν θα το κάνεις γιατί είσαι περίεργος να δεις τί θα πω παρακάτω. Χέσε με λοιπόν''.
Συνέρχομαι. Κοιτώντας αριστερά, βλέπω δυο μυροφόρες να μιλούν στα κινητά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου