22.4.08

Μ. ΤΡΙΤΗ

Περνώντας μέσα από περασμένες πασχαλιές, βγήκα στην αυλή της μοναξιάς μου. Εκεί ευωδιές χιλιάδων μύρτων και δέντρα με χαμένους τους καρπούς των. Εκεί ένας ήλιος ψυχρός να υπογραμμίζει το αμφίσημο της ζωής μας. Φόρεσα μαύρα γυαλιά, να μή φανεί που δεν κλαίω. (Είχα κάνει, από καιρό, απόφαση να σκληρύνω). Τότε με πλησίασε ο πατέρας. Αγκαλιαστήκαμε. ''Μεγάλωσες'' μου είπε, σε μια γλώσσα που δυσκολευόμουν να καταλάβω. Καθίσαμε και θυμηθήκαμε πράγματα που δεν έγιναν ποτέ. Γελούσε συνεχώς και το βλέμμα του χανόταν ανάμεσα στα φρύδια και τα μάγουλά του. Πιο 'κει, δυο στρατιώτες κουβαλούσαν κάτι ξύλα και έφτιαχναν ένα Σταυρό. Έτρεξα αμέσως και ανέβηκα επάνω του. ''Μου πάει;'' ρώτησα, μα είχαν όλοι εξαφανιστεί. Μια άγνωστη φωνή μόνο, απ' το βάθος, μου είπε σε τόνο αυστηρό: ''Κατέβα απο 'κει πάνω μικρέ. Ποιός νομίζεις οτί είσαι και ζητάς να σταυρωθείς;'' -''Άντε παράτα με -του είπα-. Εσύ ποιός είσαι και εισβάλεις έτσι στους χώρους της μοναξιάς μου''. -''Είμαι ο Θεός -μου λέει-, κατέχω αυτόκλητα μια θέση στη μοναξιά όλων σας''.



Μ. ΤΡΙΤΗ β’
Ω, άν μπορούσα κι εγώ
τρεις μέρες το χρόνο νά 'μαι νεκρός,
θα με ‘παίρναν όλοι πολύ πιο σοβαρά.

Και δεν ζητώ επισημότητες κατά την
Αναστασή μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΟΙ ΑΝΑΓΝΏΣΤΕΣ ΜΑΣ ΠΕΘΑΊΝΟΥΝ ΠΡΌΩΡΑ.
(Σε αυτό οφείλονται και τα μηδενικά στα σχόλια)