Τα μάτια του φωτιά κι ένα κεράκι σαν πρησμένος ήλιος. Τα ούλα του τον έτσουζαν, λέει. «Θα πρέπει να πάω στον γιατρό.» Εγώ το ‘ξερα που το κάψιμο στα ούλα προερχόταν από απανωτά μεθύσια. Μα εκείνος δεν το παραδεχόταν που οι ξενυχτισμένες ψυχές εφύλατταν, ανέκαθεν, μέσα τους ένα Α από Απελπισία. «Κι όμως –μού ‘λεγε- κάνω κάποτε να αντιστρέψω, έστω και λίγο ανορθόγραφα, σαν παιδί που τώρα τα μαθαίνει, το ευ του φεγγαριού και, δεν θα το πιστέψεις… τα καταφέρνω.» Και δως του περπάταγε τα πρωινά στους δρόμους, κρατώντας κάτι μπερδεμένες λέξεις στη μέσα τσέπη της σιωπής του, να κουδουνίζουν σαν ψιλά κάθε που βγάζει το σακάκι του, ή χορεύει θολωμένος με τους περαστικούς. Κι όλο να τον κοιτάζουν εκείνοι περίεργα, λες και οι σάπιες (που λέει και το τραγούδι) μέσα του λέξεις, ακούγονται στον ήχο των κερμάτων. Κι όλο μετά την πρώτη στροφή, το πρώτο ασυγκράτητο στροβίλισμα, -με τα λεπτά υφάσματα να κρύβουν τον ορίζοντα, όπως οι καθρέφτες τον έρωτα, να τρέχουν εκείνοι μακριά του. «Δεν είναι που σάπισαν μέσα μου τούτες οι λέξεις. Είναι που μπερδεύτηκαν τόσο πολύ που πιά ακούγονται ξεκάθαρα.» -«Μα πώς γίνεται οι μπερδεμένες λέξεις ν’ακούγονται ξεκάθαρα;»
«Γίνεται –μου λέει-. Γιατί οι μόνες λέξεις που ακούγονται ξεκάθαρα είναι εκείνες που τρομάζουν. Κι οι μόνες λέξεις που τρομάζουν είναι οι μπερδεμένες.»
Χρόνια τώρα τσιμπημένος με την αναρχία των λέξεων.
Χρόνια τώρα με την ατελεία της ποίησης.
31.3.08
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ΟΙ ΑΝΑΓΝΏΣΤΕΣ ΜΑΣ ΠΕΘΑΊΝΟΥΝ ΠΡΌΩΡΑ.
(Σε αυτό οφείλονται και τα μηδενικά στα σχόλια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου