11.9.07

Like a diary

September the 3rd. Συνάντηση. Παραλία. Έρχεται με μια μακριά καμπαρντίνα. Τα τακούνια της ακούγονται ’’τακ-τακ’’ πάνω στην άμμο. «Περίμενες πολύ ώρα μωρό μου;» μου λέει.
Δεν της απάντησα γιατί δεν είχα φθάσει, ακόμη, εκεί…

Μόλις έφθασα την είδα να έρχεται από τη άλλη μεριά της παραλίας. Φορούσε μια μακριά καμπαρντίνα. Τα τακούνια της ακούγονταν ’’τακ-τακ’’ πάνω στην άμμο. «Μπά, όχι. Μόλις έφθασα» της απαντάω.


September the 4th. Νομίζω πως περπατώ ατέλειωτες ώρες σ’ αυτή την ηλίθια παραλία. Κι είναι συνέχεια νύχτα. Κατά διαστήματα την βλέπω νά ‘ρχεται απ’ την αντίθετη πλευρά προς το μέρος μου. Προσπερνιόμαστε και πιο κάτω την ξανασυναντώ. Ξανά και ξανά. Βλέπω τα σημάδια απ’ τα τακούνια της στην άμμο. Εν τω μεταξύ δεν φαίνεται τίποτ’ άλλο στον ορίζοντα. Μόνο παραλία και θάλασσα. Και κάτι δέντρα στην έξω πλευρά. Φυλακισμένος στην φύση. Ο Τομ Χανκς μου λείπει για να δέσει το γλυκό...
Ξαφνικά βγαίνει μπρος μου μια γνωστή φάτσα. «Αφού σου τό ‘χω πει –μου κάνει- άμα ξαναγυρίζεις και το διαβάζεις απ’ την αρχή, φθάνεις εκεί που σταμάτησες, βάζεις μια αμφίβολη φράση, ξαναγυρνάς πάλι και το ξαναδιαβάζεις απ’ την αρχή για να συνεχίσεις… γάμα το. Τα ωραία κείμενα κυλάν νεράκι. Ξεχνάς την αρχή, δεν τη θυμάσαι και δεν έχει και σημασία.
Έλα, μην γράφεις σαν επαγγελματίας.»


September the 5th. Προχωρώ δίχως να σκέφτομαι τίποτε. Δεν μπορεί βέβαια να μην σκέφτομαι κάτι αλλά τί ψάχνεις τώρα…
Προχωρώ. Έχει, επιτέλους, ξημερώσει εν τω μεταξύ.
Την βλέπω πού ‘ρχεται από την άλλη πλευρά. Τα τακούνια της ’’τακ-τακ’’ πάνω στην άμμο. Η καμπαρντίνα της ανοιχτή. Δεν φοράει τίποτα από κάτω. «Εσύ δεν είσαι… -μου λέει- …και χθες… και προχθές…» -«…Και σήμερα… Ναί, εγώ είμαι.» -«Α, καλά.»
Πήρε το χέρι μου και τo χάιδεψε λίγο στον λαιμό της.
Συνεχίσαμε ο καθένας τον δρόμο του...


September the 6th. Σούρουπο. Δεν ξέρω άν για πρωί ή για νύχτα. Στο βάθος φαίνονται τα φώτα κάποιου χωριού. Καπνοί από καμινάδες. Περίεργο. Είχα την εντύπωση οτί είναι καλοκαίρι. «Δεν γελιέσαι, καλοκαίρι είναι.» Νά ‘τη πάλι μπροστά μου. Δεν είχα ακούσει τα τακούνια της στην άμμο. Δεν τα φορούσε. Όσο περνούσαν οι μέρες αφηνόταν σε γύμνια δική της. Στα μάτια της κάπνιζε ακόμη μια φλόγα. Χαμογελαστή. Πήρα το θάρρος:
«Θα μου πεις τ’ όνομά σου;»
-«Φυσικά. Θέλεις ν’ αρχίσω απ’ τους νεκρούς ή τους ζωντανούς;…»

Κι εκεί φυσικά εξηγήθηκαν όλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΟΙ ΑΝΑΓΝΏΣΤΕΣ ΜΑΣ ΠΕΘΑΊΝΟΥΝ ΠΡΌΩΡΑ.
(Σε αυτό οφείλονται και τα μηδενικά στα σχόλια)