15.9.07

Του στραβοξυπνήματος τα καμώματα τα βλέπει το μεσημέρι και...

1.
Σεπτέμβριος του 2007. Ημερολογιακού χαρακτήρα σημειώσεις.
Μόλις κάνει διάλειμμα για δελτίο, χαμηλώνεις το ραδιόφωνο. Παίζει αφιέρωμα σε δύο συγκεκριμένους, παλιούς δίσκους του Σαββόπουλου. Ξέχασα χθες την συνέντευξη του Καζαντζίδη. Του ’88. Για την επιστροφή. Τότε ήταν; Δεν θυμάμαι.
8-9 χρονώ παιδάκι ήμουν. Την ξέχασα. Δεν πειράζει. Ούτως ή άλλως τα αφιερώματά τους στους νεκρούς περισσότερο τις 364 μέρες της λήθης τονίζουν παρά την μία της "μνήμης." Για μας εκείνο το βράδι, προ ολίγων ημερών στην ταβέρνα οπού πιάσαμε τραγουδολόι και κουβεντολόι για το γύρισμα απ’ το «και ας παν στην ευχή τα παλιά…» στο «…είν’ αλήθεια μια φορά» ήταν και θά ‘ναι κι αύριο και μεθαύριο που θ’ αναμνημονεύουμε το καλύτερο… («μην πεις ’’μνημόσυνο’’ και ’’φόρος τιμής’’ και τις λοιπές παπαριές που τσαμπουνάνε οι μικροφωνάκηδες για θα σε βρίσω..»)
Σωστά, με συγχωρείς.
Ότι είναι μέσα μας χωρίς κλισέ και ημερομηνίες-κλειδιά. Αλλιώς δεν είναι.

2.
Επιστρέφω λοιπόν στη στιγμή οπού χαμηλώνω το ραδιόφωνο και αραδιάζω τις Α4 στο κάθισμα του συνοδηγού. Ανάβω τσιγάρο και πιάνω στυλό……………………
…Ωραία. Τώρα τί; Ας κάνω το τσιγάρο. Τό κανα. Ωραία. Και τώρα; Δεν είχες κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό σου να γράψεις αλλά κάτι σε βασάνιζε. Πες το με δικά σου λόγια παιδί μου. Μάλιστα.
Λοιπόν τριγυρνάει απ’ το πρωί στο μυαλό μου μια γυναικεία μορφή. Την συνδέω με τις κενές στιγμές μου. Την συνδέω (δεν της ρίχνω ευθύνες) στο επίπεδο του αντίκτυπου που μπορεί νά ‘χουν μέσα της αυτές οι στιγμές. Εκείνα τα κενά που σε βουλιάζουν καμιά φορά – κάτι μισάωρα, κάτι ωρίτσες και αισθάνεσαι άδειος, πλήρως ανικανοποίητος. Περνάνε βέβαια. Δεν τα πολυφοβάμαι πιά. Όλα ξαναποκτούν το νόημά τους. Όμως άντε κατά την διάρκειά τους να εξηγήσεις. Άντε να πεις: «άσε με μάτια μου μια ωρίτσα μόνο μου, δεν είναι τίποτα.» και να μην δεις κάτω απ’ το βλέμμα της την έκφραση του τύπου: «Είναι μυστικοπαθής… ή: Δεν με θέλει άλλο ο μπάσταρδος.»
Κενά που θα πρέπει να είσαι ηλίθιος για να μην έχεις αλλά οι περισσότεροι αρνούνται να παραδεχτούν μή και κόψει η σάλτσα.
Τέλος πάντων. Ότι είναι να ‘ρθει θε να ‘ρθεί που λέγαμε κι εχτές.

Κάποτε η ποίηση με παλαντζάριζε από τη μία μεριά. Σήμερα λέω: Ω, άγιο χιούμορ. Ισορροπία μου.



ΛΟΙΠΟΝ ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΚΕΙΜΕΝΑΚΙ ΕΓΡΑΦΗ ΠΡΟ ΟΛΙΓΩΝ ΩΡΩΝ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΟΔΗΓΟΥ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ ΜΟΥ, ΑΡΑΓΜΕΝΟΥ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΠΛΑΤΑΝΟ ΚΑΠΟΥ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΗΣ ΠΙΕΡΙΑΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ. ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ ΣΠΙΤΙ, ΒΓΑΖΩ ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΩ. ΤΟ ΚΟΙΤΩ (ΟΣΟ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟ) ΣΑΝ ΤΡΙΤΟΣ, ΣΑΝ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΖΑ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟ. ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΤΑ ΔΥΟ ΚΟΜΜΑΤΙΑ. ΤΟ ΕΝΑ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ Μ’ ΑΡΕΣΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΛΟ ΜΟΥ ΚΑΝΕΙ ΛΙΓΟ «ΑΓΑΠΗΤΗ ΜΑΣ ΜΑΙΡΗ». ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΠΑΛΙ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕ ΠΟΛΛΗ ΑΓΑΠΗ ΚΑΝΩ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΘΕ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ. ΓΡΑΦΩ ΕΝΑΝ ΣΤΙΧΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ:

Άμα σ’ απασχολεί κάτι, γράψ’ το.
Όταν το δεις γραμμένο ή θα γελάσεις ή θα κλάψεις.
Στο επόμενο λεπτό όλα θα είναι καλύτερα.




ΥΓ. Επειδή από κλαψομούνι πήζει ο τόπος, το ταλέντο (στο να ηρεμείς) βρίσκεται κυρίως στο κατά πόσο μπορείς να γελάσεις (και όχι για τα μάτια) με την πάρτη σου.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Είναι όντως δύσκολο να βρείς κάποιον που θα έχει την υπομόνη και την κατανόηση ώστε να μην αντιδρά αρνητικά στα όποια ταξίδια του μυαλού μας,αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά γιατί στο τέλος θα μείνουμε μόνοι,εμείς και η μοναξιά μας.Μερικές φορές ο συμβιβασμός είναι αναπόφευκτός!

Ένας εκ των Δυο! είπε...

Γι' αυτό είναι εδώ ο χρόνος. Για να μιλήσει. Για μας, για τους άλλους, για μας σε σχέση με τους άλλους, για τους άλλους σε σχέση με μας. Υπομονή (πώς το είπες αυτό;) και οψόμεθα.

ΟΙ ΑΝΑΓΝΏΣΤΕΣ ΜΑΣ ΠΕΘΑΊΝΟΥΝ ΠΡΌΩΡΑ.
(Σε αυτό οφείλονται και τα μηδενικά στα σχόλια)