24.4.12

ΟΣΙΟΥ ΕΝ ΑΓΝΟΙΟΙΣ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ (Σπονδυλωτό ποίημα)



Διάλεξε! –έρχονται μια μέρα και μου λένε- από ‘δώ ή από κει;
Κι έμεινα να κοιτάζω διότι ποτέ δεν ήξερα κατά που να πάω.

Και τι είναι άλλωστε η διάψευση;
Το μεταπτυχιακό του ενθουσιασμού, είπε κάποιος κάποτεֹ
Και έφυγε για κάπου.

Ύστερα με ρώτησαν.
Δεν ξέρω.
(Πάντα κρατούσα μέσα μου την πισινή ενός δικού μου κόσμου.)

Για όλες εκείνες τις φορές που δεν είπες καμία
ενώ περίμενες καιρό
να πεις την τελευταία
λέξη.

Αχ κι εκείνο το τραγούδι
Κι εκείνη η ηθοποιία της φωνής
Να σκάβει μέσα σου το μαλακό χώμα
Φλογισμένη αξίνα
Την ώρα π’ ανάβουν τα καντηλάκια
Στη μυστική εκείνη γωνιά
Όπού ‘χουν το εικονοστάσι τους
Τα μπουρδέλα.

Σσσσςςςς. Σκασμός επιτέλους, μας πρήξατε τ’ αρκίδια.
Γέμισε ο τόπος από ανθρώπους που μιλάν, που ξαφνικά θυμήθηκαν!
Πετάχτηκε στον ύπνο του.
Είδε δίπλα το βιβλίο, σταματημένο σελίς 47:
*«Μείνε ακατανόητος σκοτεινός και κακόγευστος
Αφήνοντας ξοπίσω σου δύσοσμους όγκους σιωπής
Δείξτο πως δεν μετάνοιωσες ακόμη»

Εκείνο το τραγούδι
Κι αχ εκείνη η ηθοποιία της φωνής
Κι εσύ να ‘χεις αγκαλιαστεί μ’ ένα από κείνα
Τα παράπονα
Που δε ζητάνε δίκιο γιατί ξέρουν πως δεν έχουν
Που στέκουν πάνω από πρόσωπα
Στο παραμέσα του συναισθήματος
Και πιέζουν τη ρίζα του ζειν.

Στο βάθος διακρίνονται τα πλοκάμια του δρόμου
Κι εσύ σφιχτά με το παράπονο

Καθώς χάνεσαι κατά τους λιοβαμμένους λόφους
Την ώρα της Δύσης
Ωσάν φινάλε σκηνή από γουέστερν
Πέφτουν τα γράμματα˙ σε προλαβαίνει η νύχτα˙
Στο σκοτάδι της οθόνης,
Ένα αναμμένο καντήλι βεβηλώνει τη λήθη.


*Γ. Αγγελάκας/Σάλια μισόλογα και τρύπιοι στίχοι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΟΙ ΑΝΑΓΝΏΣΤΕΣ ΜΑΣ ΠΕΘΑΊΝΟΥΝ ΠΡΌΩΡΑ.
(Σε αυτό οφείλονται και τα μηδενικά στα σχόλια)