Δίπλωσε στα δύο τη ζωή του και την έστρωσε χάμω, στα χορτάρια. Άραξε πάνω της. Στη γωνία που στρίβει ο ουρανός για να ξημερώσει, είδε το διάβολο να κάθεται σταυροπόδι στη μύτη της Σελήνης. Τριγύρω τ’ άστρα σπασμένα κρύσταλλα. Εκεί στα πόδια του ήρθε και τρίφτηκε μια γάτα. Την κοίταξε κι η στάθμη του αίματος κάτω απ’ τις φλέβες ξεχείλισε παρελθόν. Από ένα ανοιχτό παράθυρο είχε ξεμπουκάρει και ανέμιζε η κουρτίνα. Του θύμισε τα μαλλιά μιας γκόμενας. Σηκώθηκε στ’ ακροδάχτυλα να την μυρίσει, να τα μυρίσει. Γύρισε τότε Βοριάς ο καιρός, φύσηξε, παρέσυρε μακριά το υπόθεμα της ζωής του. Σηκώθηκε ο νοικοκύρης, τράβηξε μέσα την κουρτίνα. Μια φευγαλέα μυρωδιά είν’ ότι μένει. Γύρισε να ψάξει πάλι τη ζωή του. Την είχε απομακρύνει ο άνεμος. Τα χορτάρια μεγάλωσαν απότομα. Κάτω απ’ το βλέμμα του υπηρέτρια μνήμη σκούπιζε τα θρυμματισμένα άστρα. Ο διάβολος τίναξε το καβουράκι του και φάνηκε μια μπριγιαντισμένη φράντζα. Το φεγγάρι χανόταν στο χρώμα του σύννεφου∙ απέμενε μόνο η άκρη του να υποκαθιστά ένα σκαμνάκι. Ακούστηκε μουρμουρητό. Ο διάβολος στερέωσε το τσιγάρο ανάμεσα στα δυο τελευταία του δάχτυλα και οι χορδές του μπουζουκιού κατέβαζαν αργά, σα συρματόσχοινα τις πρώτες πενιές της εισαγωγής στον κόσμο…
4 σχόλια:
Με έκανες να θυμηθώ την ταινία corssroads, με τους μπλουζίστες που συναντάνε τον διάβολο στα σταυροδρόμια κι εκείνος τους δείχνει κλίμακες με αντάλλαγμα την ψυχή τους. Σε μια ταινία των Ταβιάνι επίσης είχα ακούσει ότι στον μεσαίωνα η νότα "σι" ήταν απαγορευμένη. Τη θεωρούσαν τη νότα του διαβόλου. Είπεν μοι ο Ουριήλ...
ο οξαποδω μπουζουξης;
δε μου λες ρε Ενα πως διπλωνει κανεις στα δυο τη ζωη του; γιατι εγω ουτε κουβαρι να την μαζεψω δεν μπορω...
Πώς διπλώνει κανείς στα δύο τη ζωή του;
Πού να ξέρω; Νοικοκυρά είμαι;
Δημοσίευση σχολίου