9.5.09

Πού ν' το πού ν' το το δαχτυλίδι...

Δεν θα με βρεις πουθενά. Σκοτεινή η οθόνη μου. Τα λόγια ηλεκτρικές βεντάλιες σε στιγμές συναισθηματικού καύσωνα. Ένας τζίτζικας έξω απ’ το παράθυρο υπογραμμίζει την αυπνία μου. Πέντε ουίσκι, το έκτο μισό και πάλι αυπνία. Πέμπτη ώρα πρωινή, η έκτη μισή και πάλι αυπνία. Ακούγεται το σύρσιμο της καύτρας πάνω στο χαρτάκι του τσιγάρου την ώρα που ρουφάς ερημιά. Όπως τότε, με «το χρατς του σπίρτου στο σκοτάδι, για να δεις το σκοτάδι.»
Δεν θα με βρεις πουθενά. Σένα το λέω ποιητή. Μου τη σπάνε οι ποιητές. Οι θυσίες τους ήσαν πάντα ιδιωτικές – ερήμην του άλλου. Σιωπηλώς αυτοδικαιωμένοι φαφλατάδες. Δεν είμαι ποιητής. Λαικός τραγουδιστής είμαι. Με κάτι απ’ το γλεντζέδικο και την ειρωνεία στη φωνή πού ‘χει ο Χρηστάκης.

Δεν θα με βρεις πουθενά. Όχι για την ώρα. Για την ώρα παλεύω με ‘κείνη την κρούστα σιωπής πού ‘χουνε πιάσει τα λόγια μου μες στο ψυγείο του στόματος. (Όχι πως κακοπερνάω κιόλας). Τα «σ’ αγαπώ» κατά πρόσωπο θέλω. Μες στα μούτρα. Με όλη την αίσθηση της προσωρινότητας που μπορεί να ‘χουν αυτές οι φράσεις. Τα «σ’ αγαπώ» κατά πρόσωπο. Όχι μέσα στα χαρτιά.
Δεν θα με βρεις πουθενά. Σένα το λέω ποιητή. Όχι πριν φτιάξω μια ποίηση ιδιωτική

που νά ‘ναι ότι ελευθέρωσε η πράξη απ’ τα λόγια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΟΙ ΑΝΑΓΝΏΣΤΕΣ ΜΑΣ ΠΕΘΑΊΝΟΥΝ ΠΡΌΩΡΑ.
(Σε αυτό οφείλονται και τα μηδενικά στα σχόλια)