21.3.09

Η σιωπή είναι η μόνη μου εξουσία.
Πάνω απ’ την τάφρο του κόσμου τις νύχτες, καλπάζει μια ωχρή φεγγαράδα
κι ένας ήχος κύματος που ακούγεται να σκάει, δεν είναι παρά
οι ανάσες των νεκρών όταν τους φέρνουμε στη μνήμη.
Ανάβουμε τότε ο καθείς μας ένα τσιγάρο και το αφήνουμε στο έδαφος να καίγεται∙
λίγο κρασί στο χώμα για κείνους που δεν θα ξανατσουγκρίσουμε μαζί τους.
«Η οργή κερδίζεται με πόνο» είπε ο Βαγγέλης
κι όπως κοιτούσαμε όλοι προς τη θάλασσα,
κύλησαν πάνω στη τζαμαρία του νου οι πρώτες ψιχάλες.
«Βρέχει –είπε η Χριστίνα- μ’ ακούς;
Βρέχει ασταμάτητα σ’ εκείνο το νησί πού ‘χε σημαδέψει στον Παράδεισο ο Ελύτης.
Βρέχει θαλασσινό νερό, μ’ ακούς;
Τ’ αλάτι νοστιμίζει την πληγή…»
Την άκουγα. Δεν απαντούσα. Η σιωπή παρέμενε η μόνη μου εξουσία.
Μέσα μου σκέφτηκα «είναι αργά στο κόσμο αυτό, μ’ ακούς;»
μα δε μίλησα.
Κι ούτε κανείς άλλος απ’ την ομήγυρη μίλησε.
Η Χριστίνα σηκώθηκε. Τράβηξε προς τα ‘κεί. Κάτι ψιθύρισε πηγαίνοντας.
Την έχασε το μάτι μας…
Κάποιος είπε: «πήρε ένα ψίχουλο θαλάσσης κι ανελήφτη…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΟΙ ΑΝΑΓΝΏΣΤΕΣ ΜΑΣ ΠΕΘΑΊΝΟΥΝ ΠΡΌΩΡΑ.
(Σε αυτό οφείλονται και τα μηδενικά στα σχόλια)