15.10.07


…σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ’ το τρένο ξυπνώντας άσχημα κάποια συννεφιασμένη αυγή.
Γ.Σεφέρης


Κράτησα μέρες ανύπαρκτα πράγματα μες στην ψυχή μου.
Σήμερα πρωί, ώρα οχτώ μ’ ένα κόμπο στην καρδιά είπα να ζωγραφίσω την μορφή τους. Δυο ζευγάρια μάτια ψηλά ψηλά. Στο τασάκι καίνε τρία τσιγάρα. Ζωγραφίζω την πρώτη αχτίδα που σκάει μύτη πίσω απ’ το βουνό. Προσπαθώ να βρω ένα σημείο επαφής. Δεν ξέρω… που γαληνεύουν τα νερά; Ίσως μέσα στα μάτια σου. Μα αν βουτήξει κανείς, οι κύκλοι διαταράσσουν την ηρεμία. Έτσι δεν είναι; Κι εντέλει απομένεις ανέρωτος σαν τους ξενέρωτους του «θαυμάστε αλλά μην αγγίζετε.» Σκοντάφτεις κάποτε στον εαυτό σου κι όταν αποφασίζεις να γκρεμίσεις το τοιχίο, φοβάσαι πως παίζεις τον έρωτα με κάτι που θα σ’ αρνηθεί. Γιατί οτιδήποτε λιγότερο απ’ αυτό που φοβάσαι, είναι δειλία. Γιατί πέρα από τις επαναστατικές ουτοπίες, κάποιος σου κάρφωσε (σ’ ένα πιο προσωπικό επίπεδο) στην καρδιά το «ας είμαστε ρεαλιστές κι ας στοχεύουμε το ανέφικτο.»
Δεν ξέρω… έχει δρόμο ακόμα η δίκη και μέχρις στιγμής θα σου αναγνωρίσω τουλάχιστο τ’ ότι δεν υπήρξες φυγόπονος.

Κράτησα μέρες ανύπαρκτα πράγματα μες στην ψυχή μου.
Σήμερα πρωί, ώρα εννέα αισίως, μ’ ένα κόμπο στην καρδιά, είπα να ζωγραφίσω την μορφή τους. Δυο ζευγάρια μάτια ψηλά ψηλά και στα χείλη μου ανεβαίνει: «α τα δώσω όλα ένα μπαρά κι α πά να γαμηθούν.» θυμάμαι το μήνυμα του Βασίλη που έχω να τον δω από τότε που κλεισε η Pub: «Θ. δεν μπορώ να βρεθούμε. Πνίγομαι. ’’Πού ‘σαι νιότη μ’ πού λεγες πως θα γινόμουν άλλος’’.» γειά σου ρε Μπίλλη. Τουλάχιστο προλάβαμε. Εδώ είμαστε πάλι, θα τα πούμε.
Λοιπόν… λυπάμαι μα θα ρθει καιρός που τα παιδιά δεν θα ερωτεύονταιγιατί δεν θα χουν χρόνο. Ξύλινα τα βλεφαράκια τους θα παίζουν τους λεπτοδείχτες σ’ ένα ρολόι τοίχου. Θα αγνοούν. Όπως εδώ και χρόνια αγνοούν τα παιχνίδια της γειτονιάς. Από τα πιο βάρβαρα όπως τους πετροπόλεμους κτλ. (που πηγαίναμε μες στα αίματα σπίτι κι από πάνω ξύλο) ως τα πιο αθώα κρυφτά, κυνηγητά κ.α. αντικείμενα της λαογραφίας θα γίνουν όλ’ αυτά σε λίγα χρόνια. Και μη με ξαναπείς γκρινιάρη. Τρίψε στα μούτρα σου την κοινωνία που μας έφτιαξαν κι αναρωτήσου πόσο ανθρώπινη είναι για τα παιδιά που έρχονται δίχως ελεύθερο χρόνο. Δεν προβάλλω νοσταλγός κανενός παρελθόντος. Δεν στέκω πίσω σαν τις μαυροφορούσες με μαύρο τσεμπέρι στο πλατύσκαλο του σπιτιού τους την ώρα που περνάει η κηδεία από κει. Αλλά κι αυτή η φορά της χιονοστιβάδας του μέλλοντός σας μου βρωμάει. Αποσμητικά ποιήματα κάτω απ’ τις μασχάλες.

Κράτησα μέρες ανύπαρκτα πράγματα μες στην ψυχή μου.
Σήμερα πρωί, ώρα δέκα παρά κιόλας, είπα να ζωγραφίσω την μορφή τους. Δυο ζευγάρια μάτια ψηλά ψηλά… Μπα, όχι. Μόνο τα δικά της. Βλέπεις πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που ερωτεύτηκα προτού ν’ αγγίξω. Μόνο τα δικά της.
Και πες πως δεν τά ‘παμε ποτέ ψυχή μου. «Και πε πως δεν με γνώρισες κι ούτε κι εγώ σε είδα…»


Φωτο της Κάλλης Μπέλλου-γκράφιτι. Thanks κι απο 'δω για την παραχώρηση του εξωφύλλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΟΙ ΑΝΑΓΝΏΣΤΕΣ ΜΑΣ ΠΕΘΑΊΝΟΥΝ ΠΡΌΩΡΑ.
(Σε αυτό οφείλονται και τα μηδενικά στα σχόλια)