24.9.07

I

Την συναντούσαμε μια-δυο φορές την εβδομάδα στο ίδιο μπαρ. Στην Pub για την ακρίβεια. Μία από τις ελάχιστες εναπομείνασες. Θαμώνες εμείς. Εκείνη Παρασκευή ή Σάββατο (ή και τις δύο) περνούσε για ένα ποτό. Δεν την γνωρίζαμε, δεν ήταν απ’ την περιοχή. Ο άλλος λάου λάου τσιμπήθηκε μαζί της. Την κοιτούσε καιρό, πολύ καιρό. Πάντα μόνη, με μια δυο φίλες της. Μού ‘κανε κατά διαστήματα σύντομη κουβέντα: και να, έτσι την βλέπω την φάση κι αλλιώς κι αλλιώτικα… «Γιατί ρε δεν πας να της μιλήσεις;» -«Περιμένω την κατάλληλη στιγμή μέσα μου» απαντούσε.
–«Και πώς ξέρεις ποια είναι η κατάλληλη στιγμή;» -«Δεν το ξέρεις…»
…Τελευταία είχε αρχίσει να του ανταποδίδει κάποιες ματιές. «Λες να κοιτάει επειδή πήρε χαμπάρι οτί την κοιτάζω σα χαζός ή λες να γουστάρει ρε;» -«Έλα ρε με τις ανασφάλειές σου. Ψήνεται, δεν βλέπεις;» και άλλα τέτοια του ‘λεγα να του τονώσω το ηθικό. Κι εκείνη γύριζε για μια στιγμή προς το μέρος μας και ανέβαζαν ζάχαρο τα βλέμματά μας. Η Παναγία η ίδια…
…Μεσοβδόμαδα που βρεθήκαμε για καφέ, μου είπε: «Φίλε Παρασκευή, Σάββατο, όποτε είναι τέλος πάντων, την επόμενη φορά που θά ‘ρθει θα πάω να της μιλήσω.»
-«Άντε ρε; Ήρθε η ’’κατάλληλη στιγμή;’’ Διαλόγους έχεις φτιάξει;» -«Σκάσε ρε, τό ‘χω σου λέω το σκηνικό…» Γελούσαμε.
Τελικά η Μαρία –είχαμε μάθει τ’ όνομά της στο μεταξύ- δεν εμφανίστηκε ούτε Παρασκευή ούτε Σάββατο εκείνη την εβδομάδα∙ ο Γιάννης έξω απ’ τα νερά του. Εμφανίστηκε όμως Κυριακή. Νωρίς-νωρίς, δεν θά ‘ταν 9-9μιση.
Ήμουν ήδη εκεί με κάτι άλλους φίλους όταν με πήρε στο τηλέφωνο.

Έλα ρε, τι έγινε;
-Καλά. πού είσαι;
-Έχω λίγη ώρα στο καφέ ενός γνωστού στην Καβάλα. Γύριζα με τ’ αμάξι ρε, δεν ήξερα που να πάω. Έχω τώρα κανά μισάωρο εδώ. Καμιά μπυρίτσα πίνω, χαζεύω καμιά μπάλα να περάσει η ώρα. Χάνουμε απ’ τον Ακράτητο στην Τούμπα ρε μαλ…
-Έλα ρε, άσ’ τον ΠΑΟΚ τώρα. Στην Pub είμαι. Είναι κι η δικιά σου εδώ, άντε.
-Σοβαρά;;; Κράτα την. Μισό ποτήρι έχω∙ το τσιγάρο κι έφθασα…

Μπήκε στ’ αμάξι. Κλειδί, μπρος, χειρόφρενο. Πρώτη, δευτέρα, τρίτη, στροφή. Ευθεία. Τετάρτη, αργός οδηγός μπροστά, τετάρτη σταθερά. Βιαζόταν. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, τα δάχτυλα του δεξιού χεριού του έπαιζαν νευρικά πάνω στον λεβιέ των ταχυτήτων∙ έκανε μια γρήγορη επανάληψη τα λόγια του… Στροφή, τρίτη. Ξανά ευθεία, τετάρτη, πέμπτη, στροφή στα 10 μέτρα, περνάω δεν περνάω, πέρασε… φρένο, σφύριγμα, ροδιές πάνω στο οδόστρωμα, απέναντι πλαγιά, ουρανός στην άσφαλτο κι απέναντι κολωνάκι…

Είχε περάσει πάνω από μισή ώρα. Κοίτα τον μάπα σκέφτηκα, κόλλησε με την μπάλα. Τού ‘στειλα μήνυμα. Πέρασε κανά πεντάλεπτο, τίποτα. Τον πήρα τηλέφωνο. Χτύπησε τρεις-τέσσερις φορές. Απάντησε μια άγνωστη φωνή. Δεν θα ‘χαν βρει στοιχεία ακόμη. «Είστε συγγενής ή γνωστός του κατόχου του τάδε αυτοκινήτου, πινακίδες τάδε; Ελάτε αμέσως σ’ αυτό το σημείο.»
Προσωπικά συναισθήματα της στιγμής παραλείπονται. Μόνο πως έπιασα δυο-τρεις φορές τις επόμενες εβδομάδες τον εαυτό μου να καλεί το νούμερό του και να περιμένω, να το πιστεύω πως θα το σηκώσει και θ’ ακούσω την φωνή του: «Έλα ρε, τι έγινε; Πού είσαι;» Αυτή η γαμημένη διαδρομή που κάνει ο θάνατος του οικείου προς το συνειδητό σου…

…Πέρασαν χρόνια. Οι εμφανίσεις της Μαρίας αραίωσαν όμως και πάλι που και που περνάει από την Pub. Θά ‘θελα μόνο κάποια φορά να πάω και να της πω πως κάποιος που δεν γνώριζε κι ούτε ποτέ θα γνωρίσει, σκοτώθηκε, στην ουσία, για χάρη της. Δεν είναι παράξενο; Φοβάμαι μόνο μην το πάρει πως πάω να της χρεώσω άδικα έναν άδικο θάνατο. Δεν έχω τέτοια πρόθεση… Θά ‘θελα να την ρωτήσω αν τον θυμάται το βλέμμα της. Μπορεί και να ερωτεύονταν και να περνούσαν μαζί κάποιο διάστημα. Μπορεί πάλι και να έμεναν σ’ έναν καφέ περνώντας απλά μια-δυο ώρες της ζωής τους μαζί. Να ‘ταν ο Γιάννης απλά μια κολακεία κι ένα χαμόγελο για κείνη. Και το βράδι που θα επέστρεφε σπίτι της μετά τον καφέ, να γραφόταν ένα απαλό, σκεφτικό μειδίαμα στα χείλη της πριν χώσει θηλυκά τα δάχτυλά του χεριού της μες στα μανίκια του πουλόβερ και σβήσει το φως για ν’ αποκοιμηθεί.
Μπορεί πάλι –το πιθανότερο ίσως- ο Γιάννης να είχε αισθανθεί πως ήταν η κατάλληλη στιγμή.


Από την πεζοπόρα συλλογή συρταριού Βίοι Αγιόρταστων Αγίων

2 σχόλια:

μαριάννα είπε...

Είναι που δε σ' αρέσουν και τα πολλά λόγια... Υπέροχο ρε συ! Γράφεις υπέροχα! Δεν είναι που μου πάει η γραφή σου... τραγικά(φωνή λέει το τραγούδι, αλλά εμένα μου πάει η γραφή). Ούτε υπερβάλλω... ;)
Καλησπέρες και στους δυο!

Ανώνυμος είπε...

Οι κολακείες είναι περιττές.Χθες του έριξα μια γρήγορη ματιά και το προσπέρασα,σήμερα το πρωί ξύπνησα με έντονη την επιθυμία να το ξαναδώ.Με ένα δεύτερο διάβασμα συνειδητοποίησα οτι φωτογράφιζες μια δική μου ιστορία παρόμοια μ'αυτή.Την είχα κρύψει καλά στο πίσω μέρος του μυαλού μου και τώρα μετά απο καιρό την ξαναβλέπω μπροστα μου.Αλήθεια πόσες φορές έχουμε πει στον εαυτό μας"Θα περιμένω την κατάλληλη στιγμή"ενώ ξέρουμε οτι μπορει και να μην έρθει ποτέ;Γιατί την φοβόμαστε,γιατί ξέρουμε οτι εμείς κάνουμε μια στιγμή κατάλληλη ή ακατάλληλη,για να εφησυχάζουμε στην ασφάλεια του εαυτού μας.Η διαφορά είναι οτι ο ήρωας στην ιστορία αυτή αναγνώρισε την καταλληλη στιγμή οχι όμως για την ζωή αλλά για τον θάνατο.Με τον δικό του τρόπο έκανε την υπερβασή.
Απ'οτι διάβασα παραπάνω δεν σου αρέσουν τα πολλά λόγια.Ε λοιπόν αν καταφέρεις να φτάσεις στο τέλος όλης αυτής της φλυαρίας μου,θα έχεις κάνει κι εσυ την υπέρβαση σου!

ΟΙ ΑΝΑΓΝΏΣΤΕΣ ΜΑΣ ΠΕΘΑΊΝΟΥΝ ΠΡΌΩΡΑ.
(Σε αυτό οφείλονται και τα μηδενικά στα σχόλια)